- κοινολογία
- η (AM κοινολογία) [κοινολογώ]διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίησημσν.(κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτοςαρχ.1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα», Ιπποκρ.)2. φιλοσοφικός διάλογος3. συζήτηση, συνομιλία («ὅλην τὴν κοινολογίαν ἀγερώχως... αὐτῶν διήκουε», Πολ.)4. (στη μαγεία) η χρήση τών κοινών, δηλαδή τών λέξεων που έμπαιναν στα ξόρκια, ανάλογα με την περίσταση, στις τυπικές τους φράσεις.
Dictionary of Greek. 2013.